προσαίρω

προσαίρω
προ-σαίρω, vorher grinsen, die Zähne blecken; προσεσηρότες, vorher zerrissen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσαίρω — Α [αἴρω] 1. σηκώνω, κουβαλώ 2. δίνω, προσφέρω σε κάποιον («ἤν... ἀσθενέοντι προσαίρῃ τις ποτόν», Ιπποκρ.) 3. ανεβάζω σε ψηλότερο επίπεδο 4. μέσ. προσαίρομαι τρώω …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσαιρούμαι — έομαι, Α [αἱροῡμαι] 1. εκλέγω και προσθέτω («δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους», Θουκ.) 2. εκλέγω επιπροσθέτως 3. (σπάν. το ενεργ.) προσαιρῶ, έω διορίζω κάποιον ως βοηθό μου 4. φρ. «ἐμαυτῷ προσαιροῡμαί τινα» προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • πρόσαρσις — άρσεως, ἡ, και ιων. τ. γεν. άρσιος, Α [προσαίρω] 1. η λήψη τροφής («περὶ μὲν οὖν ῥυφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω», Ιπποκρ.) 2. (κατά τον Ερωτιαν.) «πρόσαρσις προ(σ)φορά» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”